- θηλαστικός
- -ή, -ό [θηλάζω]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θηλασμό, που τρέφεται με θηλασμό2. ζωολ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.). τα θηλαστικά (ενν. ζώα)ομοταξία σπονδυλοζώων τών οποίων τα νεογνά τρέφονται με γάλα που θηλάζουν από την μητέρα τους.
Dictionary of Greek. 2013.